- χρυσογελούσα
- η поэт, женщина или девушка со светлой улыбкой, приятно улыбающаяся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσογελούσα — η, Ν αυτή που έχει φωτεινό χαμόγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γελώ + κατάλ. ούσα* (πρβλ. ξανθο μαλλ ούσα)] … Dictionary of Greek